LIKE ME

FRIDAY 01.07.2011 Dubfire + Barem @ Animal club

 Την Παρασκευη 1/7  Οι Blend Παρουσιαζουν τους Dubfire και Barem
  στο Animal club   σε ενα set που θα μας ξεσηκώσει!!!



Ο Dubfire με το σκοτεινό, καλογυαλισμένο techno του, από το 2009 και για τα τελευταία τρεισίμισι χρόνια, έχει προσδεθεί σε μια ανοδική πορεία, η οποία σηματοδοτείται από αξιοσημείωτες παραγωγές και remixes που προσγειώθηκαν στην κορυφή των "best of” σε charts και set lists ανά τον κόσμο. Το "Split the Line" - [Dubfire Mega Remix, 2009], μια αλχημική συμβίωση των κομματιών "Split" του Paul Ritch και "Walk the Line", εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο τον σκοτεινό και υποβλητικό ήχο που ο Dubfire έχει καλλιεργήσει από τη στιγμή που ξεκίνησε το solo ταξίδι του.
Το 2006 – μετά από 15 συντριπτικά χρόνια ανεβαίνοντας στην κορυφή των charts, κερδίζοντας Grammys και κυρίως αποκτώντας κύρος και αναγνώριση και όντας το ένα μισό της μυθικής ηλεκτρονικής συνεργασίας των Deep Dish – ο Dubfire επιστρέφει στις ρίζες του: μια πολυποίκιλη μουσική βάση που αποτελείται από punk, industrial/new wave, jazz, dub, hip-hop, house και techno. Το "I Feel Speed", η πρώτη του solo κυκλοφορία, είναι ένα remake του κλασσικού "Love and Rockets track" με τον ίδιο τον Dubfire στα φωνητικά και αποτελεί το μουσικό σταυροδρόμι που σηματοδότησε το πέρασμά του σε έναν πιο βαθύ και σκοτεινό ήχο. Καθώς οι παραγωγές του Dubfire βυθίζονταν σε διαστάσεις που έπαιζαν με τις διαθέσεις αλλά γίνονταν και πιό αιχμηρές ηχητικά, οι κριτικοί και το κοινό ενθουσιάζονταν με τη νέα κατεύθυνση του ήχου του και την υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό.
Μια χιονοστοιβάδα διακρίσεων έκαναν κομμάτια όπως τα "Roadkill" και "RibCage" να γίνουν κλασσικά της techno αμέσως μετά την κυκλοφορία τους. Εξώφυλλα στα περιοδικά Raveline, DJ και αμέτρητα άλλα ευυπόληπτα μουσικά έντυπα, μια πρόσκληση να μιξάρει τα CD εξωφύλλων για τα περιοδικά Mixmag and DJ, ένα Essential Mix για το Radio One της Βρετανίας όπως και λαμπερά άρθρα από τα Beatportal και Resident Advisor, είναι μια μικρή γεύση της καθολικής αναγνώρισης και αποδοχής από τη rave σκηνή. Ένα μπαράζ από remixes και παραγωγές σε αξιοσέβαστες δισκογραφικές - συμπεριλαμβανομένων των Cocoon, Get Physical, Minus, και Rekids – ενέπνευσαν τον κοσμο της ηλεκτρονικής dance μουσικής, και έπαινοι όπως το "the DJ’s DJ" αποδόθηκαν στον Dubfire από DJs και παραγωγούς όπως επίσης και διθυραμβικά σχόλια και αναφορές έγιναν από εκατοντάδες online και offline κριτικούς μουσικής και fans.
Έως το τέλος του 2007, ο Dubfire εδραίωσε το κύρος του ανάμεσα στους πιο προοδευτικούς καλλιτέχνες με μια σειρά αξιοσημείωτων διακρίσεων συμπεριλαμβανομένων δύο θέσεων στο Top 10 του Resident Advisor’s "100 Most Charted Records of 2007" και το βραβείο του περιοδικού DJ ως "Best Tech House DJ". Στα βραβεία Beatport Awards το 2008, το κοινό ξεχώρισε τον Dubfire σαν "Best Minimal Artist" και "Best Techno Artist" – το τελευταίο, ένα βραβείο που κέρδισε ξανά το 2009. Άλλοι ξιοπρόσεκτοι σταθμοί στη μουσική βιομηχανία για το 2008 αποτελούν το βραβείο από το περιοδικό DJ "Player of the Year" Award και το "Best Remix" Award - για τον σκοτεινό ύμνο "Grindhouse [Dubfire Terror Planet Mix]" – και από τα δύο περιοδικά Groove και Raveline. Ο Dubfire κόσμησε επίσης τις λίστες "Top 10 International DJs" και "Top 10 Producers" σε δημοσκοπήσεις του περιοδικού Raveline για το 2008.
Οραματιζόμενος ένα ξεκίνημα των δικών του δισκογραφικών παραγωγών και ενώ στο μεταξύ όλα αυτά τα χρόνια ανεδείκνυε φρέσκα ταλέντα στο χώρο, ο Dubfire έκανε ένα ακόμη άλμα μπροστά και δημιούργησε τη δική του δισκογραφική εταιρία την Science + Technology Digital Audio. Η SCI+TEC έχτισε με ραγδαίους ρυθμούς μια πολύ δυνατή βάση από fans εξαιτίας της πολύ καλής αποδοχής κομματιών νέων καλλιτεχνών όπως οι Delete, Paul Ritch, Rocha & Lewinger, και The Dolphins. Το Μάρτιο του 2009, ο Dubfire παρουσίασε το ηχητικό του όραμα για την SCI+TEC με ένα CD εξωφύλλου στο DJ Mag με τίτλο "Past, Present and Future", το οποίο περιείχε ένα προσωπικό mix των πιο λαμπρών παραγωγών της SCI+TEC. Μέχρι και σήμερα ο "μύλος" της εταιρίας περήφανα αλέθει ένα ισχυρό μίγμα δυνατών" παιχτών" και "πεινασμένων" νεοεισερχόμενων.
Μια αιχμηρή συνεργασία με τον techno μαέστρο Oliver Huntemann γεννήθηκε το 2008 και συνεχίστηκε το 2009 με μια σειρά από παραγωγές που έφεραν την ηλεκτρονική dance σκηνή στα γόνατά της με κάθε εκδοχή. Συνεργάζονται με έναν ωκεανό καλλιτεχνών και το ντουέτο κυκλοφορεί δύο τεράστια dancefloor hits τα "Diablo" και "Dios". Η τρίτη κυκλοφορία, αυτής της σαρωτικής συμμαχίας, το "Fuego" βγήκε το φθινόπορο του 2009 και ανέβασε πυρετό στο χώρο της dance μουσικής. Όσο οι παραγωγές και τα remixes του Dubfire συγκέντρωναν τεράστια δημορικότητα - 8 είναι στη λίστα του Beatport στην κατηγορία "Best of DJ Charts, 2009" - τόσο συνεχίζονταν και τα καλά σχόλια και το αμείωτο ενδιαφέρον από κριτικούς και κοινό. Το "Split the Line" παραμένει ένα από τα top sellers του Beatport. Το "Ten Years Cocoon Ibiza", μια διπλή συλλογή [co-mixed με τον Loco Dice] συνάντησε εκστατική υποδοχή, ενώ άνοιξε την όρεξη στους fan για το επερχόμενο, κατάλληλα ονομασμένο, "Rabid", που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2009.
Ανάμεσα στους σύγχρονούς του, ο Dubfire παραμένει ένας μοναδικός DJ, παραγωγός και remixer, πρόθυμος να ενδυναμώσει και να εξελίξει περαιτέρω τον χαρακτηριστικό προσωπικό του ήχο. Με μια απαράμιλλη πείνα να κατακτήσει τα τελευταία σύνορα στην ηλεκτρονική χορευτική μουσική και την ταχέως μεταβαλλόμενη τεχνολογία γύρω απ’αυτή, ο Dubfire δημιουργεί συνεχώς το απροσδόκητο και δεν έχει καμία πρόθεση να πιβραδύνει.
Ο Steve Lawler, ένα παιδί της acid house γενιάς, είχε καταπιαστεί με τα beats όταν ακόμη τα μουσικά είδη δεν σχημάτιζαν ούτε μια κουκίδα λάμψης στο “μάτι” της χώρας των club.
Ένας καλλιτέχνης της ηλεκτρονικής μουσικής που αψηφούσε τα όρια μεταξύ μουσικών ειδών από τις μέρες που διοργάνωνε τα, τότε άσημα, rave parties κάπου έξω από τον αυτοκινητόδρομο Μ42, στο Ην. Βασίλειο.
Οι κυκλοφορίες και τα remixes του έχουν εκδοθεί από μερικές απ’τις πιο αναγνωρισμένες παγκοσμίως δισκογραφικές εταιρίες όπως: R&S Records, Systematic, Drumcode, Harthouse, Cocoon, MBF, OVUM, Sci+Tec, Tsuba, Souvenir, Rekids, Boxer Sport, Be As One, Monique, Kostbar, Skint και φυσικά απ’τη δική του δισκογραφική VIVa MUSiC. Ο ίδιος, σαν διευθύνων της δικής του δισκογραφικής, VIVa MUSiC (έτος ιδρύσεως 2006), κέρδισε γρήγορα τη φήμη του κυνηγού νέων ταλέντων στο χώρο και κυκλοφόρισε για πρώτη φορά tracks καλλιτεχνών όπως οι Reboot, Audiofly, Simon Baker, Jamie Jones, Davide Squillace, Luca Bacchetti, Bushwacka, Livio & Roby, Dragosh, Leon, Plasmik, Ripperton, ilario Alicante, John Selway, Peace Division, Bearweasel, Tiefschwarz και φυσικά και ο ίδιος ο Lawler, μεταξύ πολλών άλλων, έχει μπεί κάτω απ’τη “φτερούγα” και ακόμη δέχεται υποστήριξη από πολλά υπέρλαμπρα ονόματα της House & Techno μουσικής. Για την απόδειξη των παραπάνω, απλά ρωτήστε καλλιτέχνες όπως οι Simon Baker, Audiofly, leon, Bearweasel and Livio & Roby και θα σας διαβεβαιώσουν για το μέγεθος της υποστήριξης και των ευκαιριών που τους έχει δώσει.
Η VIVa MUSiC είναι πλέον το επιστέγασμα όσων έχουν συμβεί στην πορεία του μέχρι σήμερα, από την εποχή που τα rave parties είχαν κηρυχτεί παράνομα, μέχρι τι στίγμη που έγινε resident στο super club Cream στα μέσα των 90’s. Έχει κάνει remixes σε καλλιτέχνες μεγάλου βεληνεκούς όπως οι Jamelia, Dido και Justin Timberlake και δούλεψε με διάσημους καλλιτέχνες που έχουν αφήσει παγκοσμίως το αποτύπωμά τους.
Εκτός από την ηχογράφηση ένος track για την επιτυχημένη ταινία τρόμου S ‘The Skeleton’ του Ian Softly, έχει κυκλοφορίσει μερικές από τις πιο συλλεκτικές δουλειές του χώρου όπως το ‘DarkDrums’, ‘Lights Out’ και πιο πρόσφατα τη μιξαρισμένη σειρά της ‘VIVa’. Τώρα πλέον στην 3η εκδοσή της η σειρά ‘VIVa’ έχει αποκαλύψει το μεγάλο όραμα του Steve περισσότερο από κάθε mix που προηγήθηκε με το down tempo την deep house να παίζουν σημαντικό ρόλο στο μίγμα των beat.
Ο Steve υπήρξε επίσης θριαμβευτικός resident για 9 χρόνια στο club Space στην Ibiza ( στο οποίο και επέστρεψε το 2008). Οι VIVa Nights, στις οποίες ο Steve έπαιζε απ’το άνοιγμα έως το κλείσιμο του club The End στο Λονδίνο, ήταν μονίμως sold out για τη διάρκεια των 7 χρόνων που υπήρξε εκεί resident και τέλος η περίοδος που ήταν resident στο Home Club του Λονδίνου ήταν και η μόνη επιτυχημένη περίοδος του κατά τα άλλα ανεπιτυχούς club. Ένας καλλιτέχνης δυναμικός, με όραμα και δραστική εμμονή με το να αποδίδει όσο καλύτερα μπορεί. Το πάθος του Steve για την House, Techno και Electronica είναι τόσο δυνατό για μια απλή, εννιαία ένωση και τώρα το μηνυμά του είναι δυνατότερο από ποτέ.
18 χρόνια μετά και ο Steve Lawler δεν είναι απλά στην κορυφή του παιχνιδιού, πιέζει συνεχώς τα όρια σ’αύτο που υποτίθεται ότι πρέπει ένας DJ να κάνει - τεχνικά και δημιουργικά μιλώντας – σαν καλλιτέχνης και σαν ένας, πλέον, επιτυχημένος ιδιοκτήτης δισκογραφικής εταιρίας.

ΑΝ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΚΑΝΤΕ SHARE H LIKE